- ἀπολευκαίνω
- ἀπολευκ-αίνω,A make all white, Hp.Prorrh.2.20;
τὸν ἀέρα Plu.Eum. 16
:—[voice] Pass., to be or become so, Arist.Fr.350, Archig. ap. Orib.44.26.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν ἀέρα Plu.Eum. 16
:—[voice] Pass., to be or become so, Arist.Fr.350, Archig. ap. Orib.44.26.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απολευκαίνω — (Α ἀπολευκαίνω) καθιστώ κάτι εντελώς λευκό νεοελλ. 1. πλένω καλά τα ρούχα 2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων … Dictionary of Greek
απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek